Anuga 2011
Για όσους μένουμε στην Ευρώπη δύο είναι οι κορυφαίες εκθέσεις που διοργανώνονται γύρω από τα τρόφιμα. Χωρίς να έχουν τον εξαιρετικά εξειδικευμένο και συνήθως γεωγραφικά προσανατολισμένο χαρακτήρα που διακρίνει την πληθώρα των υπολοίπων, η Anuga στην Κολωνία και η SIAL στο Παρίσι σαφώς ξεχωρίζουν. Διοργανώνονται σε ετήσια βάση εναλλάξ και μονοπωλούν το ενδιαφέρον, τόσο με τον αριθμό των εκθετών, όσο και με την καθολική αποδοχή τους από τον κόσμο της διατροφικής βιομηχανίας ως σημαντικών γεγονότων, πράγμα που απογειώνει τον αριθμό των επισκεπτών και τη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια διεξαγωγής τους, δηλαδή τις πραγματικές συμφωνίες, τις επαγγελματικές συναντήσεις και την ενημέρωση.
Σε μια φθίνουσα ευρωπαϊκή επιχειρηματική και οικονομική πορεία, η Anuga φέτος έδειξε με τη σειρά της σημάδια κόπωσης. Στον τακτικό επισκέπτη η συρρίκνωση ήταν εμφανής, αλλά όχι σε βαθμό που να προβληματίζει. Γράφοντας ατελείωτα χιλιόμετρα στους διαδρόμους και προσπαθώντας να κατανοήσει κανείς τις τάσεις που δημιουργούνται στη γαστρονομία και τη διατροφή γενικότερα, διακρίνει ταυτόχρονα άθελά του τις διαφορές μεταξύ του τρόπου που επιχειρούν οι διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων, αλλά και τη συνάφεια των εθνικών συμπεριφορών που δίνει ένα δείγμα του χαρακτήρα των λαών και σου αφήνει ένα χαμόγελο, γιατί είναι πολύ πιο διακριτό το στοιχείο αυτό στις εκθέσεις τροφίμων από ό, τι σε άλλες.
Οι τεράστιοι όγκοι των περιπτέρων των πολυεθνικών και οι εντυπωσιακές κατασκευές ωχριούν μπροστά στο στίγμα των λαών αυτών καθεαυτών και αξίζει να σημειωθεί πως και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για εκθέσεις παγκόσμιες. Περνάς από τα περίπτερα των Ισπανών και είναι όλα στυλιζαρισμένα με μια φρεσκάδα στη ματιά του στησίματος, της συσκευασίας και της διαχείρισης του προϊόντος τους, όμοια με την πρωτοπορία που ως λαός επέδειξαν στην αρχιτεκτονική. Γελάς γιατί ακόμα και εκεί δεν μιλάνε αρκετά ξένες γλώσσες και προχωράς (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί σε μια διεθνή έκθεση ξοδεύει μια εταιρία χρήματα για να υπάρχει στο περίπτερό της κάποιος που δε μιλάει καμία γλώσσα εκτός από τη μακρινή γλώσσα του τόπου του).
Αδιαφορείς για τον τετραγωνισμό των Γερμανών, ξεχωρίζεις μέσα από το βρετανικό φλέγμα τις μόνιμα πρωτότυπες οικοτεχνικές μικροϊδέες που παρουσιάζουν, πίνεις βροντόφωνα με Γάλλους και Βέλγους και μυρίζεις κρυμμένους αρωματικούς θησαυρούς στα σπάνια τσάι των Ινδών. Στους κομψούς Ιταλούς όλα «δε γίνονται» και τελικά, όλα γίνονται, η Μέση Ανατολή, δασύτριχη και σκυθρωπή μπροστά στον περαστικό, ξεχνάει τα φειδωλά δημόσια κεράσματα κι ανοίγει πολύωρο κους κους με τον υποψήφιο πελάτη, τρώγοντας αμέτρητους ξηρούς καρπούς.
Οι Ασιάτες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους τρώνε μικρογεύματα με σκόρδο από νωρίς το πρωί. Αμερικάνοι με γεύσεις υπό του μηδενός θεωρούν ότι προσφέρουν το μεγαλείο τους στους ιθαγενείς, οι οποίοι δικαίως δεν ασχολούνται μαζί τους και άνθρωποι από χώρες μακρινές, την Κολομβία, το Περού, το Μεξικό, την Αφρική, κουβαλούν μαζί τους όλο το χρώμα και το άρωμα του πολιτισμού τους. Το γεγονός ότι το φαγητό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη καθημερινότητα δίνει στις κορυφαίες αυτές εκθέσεις έναν εξαιρετικά εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, μοιάζουν με ένα παγκόσμιο καλειδοσκόπιο. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η φέτα, ο χαλβάς, το λάδι κι η ελιά.
Δεν ξέρω αν φταίει η αγάπη μου για την Ελλάδα που δημιουργεί μέσα μου τη διάθεση και την προσδοκία να δω κάτι σημαντικό και μεγαλειώδες, ούτε αν όλα ξεκινούν από τη βαθιά μου πεποίθηση ότι υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις και άνθρωποι διαμάντια σε αυτό τον τόπο, που τους αξίζει μια βοήθεια και κάποιες ευκαιρίες. Αλλά, όποτε περπατήσω στους διαδρόμους με τα ελληνικά προϊόντα, πικραίνομαι. Η πίκρα αυτή δεν αφορά τις μεγάλες ελληνικές εταιρίες, δηλαδή κάποιες γαλακτοβιομηχανίες, κονσερβοποιίες κ.α., που εκθέτουν με απολύτως ευρωπαϊκά στάνταρ. Η πικρία μου αφορά στους ανθρώπους εκείνους που βάζουν τον χέρι στην τσέπη, βαθιά μάλιστα, για να νοικιάσουν ένα μικρό περίπτερο και να δώσουν μια ώθηση στα προϊόντα τους.
Έλλειμμα, κακή αισθητική, κακή στελέχωση, κακή οργάνωση. Έχει γίνει σίγουρα πρόοδος τα τελευταία χρόνια, γιατί εμφανίστηκαν ορισμένοι αξιόλογοι μικροί παραγωγοί, αλλά η γενική αίσθηση παραμένει. Εκεί δε που το πράγμα καταντά φαιδρό, είναι, όπως και σε όλη τη δημόσια πραγματικότητα της Ελλάδας, η κρατική παρουσία. Τα ερωτήματα είναι εδώ και χρόνια αναπάντητα, ενώ παραμένουν ακριβώς τα ίδια. Για ποιό λόγο δεν βοηθά η χώρα μας όσους αναλαμβάνουν μια πρωτοβουλία να δώσουν το παρόν σε κάποια τέτοια έκθεση; Για ποιό λόγο δαπανώνται εκατομμύρια από λεφτά ανύπαρκτα για να υπάρχει κρατική παρουσία λες και είμαστε μια χώρα ευήμερη που της περισσεύουν και μπορεί να δαπανήσει για επικοινωνία κύρους και δεν ξοδεύονται κεφάλαια για να ενισχυθούν αυτοί που τόλμησαν;
Αφού δεν έχουμε εκθεσιακή παιδεία, γιατί δε διοργανώνονται σεμινάρια να ενημερωθεί ο κόσμος εκ των προτέρων για το τι σημαίνει μια τέτοιου βεληνεκούς έκθεση, για το τι να πρέπει να κάνεις πριν πας, για το πόσο θα κοστίσει και τι να περιμένεις; Γιατί, αντί να κρύβονται αυτά τα κονδύλια μέσα σε επιδοτούμενες προτάσεις και δράσεις που τις γράφουν διάφοροι επιτήδειοι και στην πραγματικότητα ελάχιστα εφαρμόζονται, δεν δίνεται ένα ποσό επιδότησης ως βοήθεια, με την απόδειξη των δαπανών που κάνει, σε αυτόν που αναλαμβάνει το βάρος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας; Οι περισσότεροι Έλληνες μικροί παραγωγοί που έχω δει σε αυτές τις εκθέσεις αντιμετωπίζουν τεχνικές δυσκολίες και ζητήματα που αν υπήρχε λίγη συντονισμένη βοήθεια θα λύνονταν σχεδόν σε καθολικό βαθμό.
Δυστυχώς, ενώ η βιομηχανία των τροφίμων εμφανίζει ελάχιστη κάμψη, αν όχι άνοδο, παρά την οικονομική κρίση, η παρουσία μας ως χώρας στις διοργανώσεις αυτές υπολείπεται σημαντικά αυτού που θα μπορούσε και θα έπρεπε, με αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, να μην μπορεί να αντιληφθεί η παραγωγική δύναμη της χώρας ούτε τις νέες τάσεις, ούτε τα λάθη της. Μένουμε, έτσι, αργόσυρτοι περιπατητές σε λιθόστρωτο μονοπάτι την ίδια ώρα που δίπλα μας περνούν δρομείς σε ταρτάν. Και το γαμώτο είναι ότι είμαστε καλύτεροι.