Διακοπές
Γιατί, ρε φίλε, πρέπει σε αυτό το τόσο ειδυλλιακό περιβάλλον να έχεις φτιάξει μια τόσο κακόγουστη γωνιά; Γιατί πρέπει η αισθητική να παραπέμπει σε κάτι μισοεγκαταλελειμμένο προ εικοσαετίας; Γιατί τα τραπέζια είναι βρώμικα, οι καρέκλες κακοσυντηρημένες και ο κοινόχρηστος χώρος, όπου δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, σαν αποθήκη ερημωμένου εξοχικού; Γιατί ο κατάλογος να είναι ντυμένος με ένα άθλιο πλαστικό και δεν έχει καμία σχέση με αυτά που σερβίρεις; Γιατί κανένας απολύτως δεν είναι ντυμένος όπως θα έπρεπε, ούτε στην κουζίνα, ούτε στο σέρβις; Γιατί μοιάζει πως όλοι ασχολούνται με κάτι άλλο και μάλλον το παράτησαν για να μας φτιάξουν κάτι βιαστικά να φάμε, το οποίο για κάποιον ακατανόητο λόγο πρέπει να το καταναλώσουμε αγόγγυστα, να το χρυσοπληρώσουμε, να σου είμαστε υποχρεωμένοι και να σε λυπόμαστε που δεν κατάφερες να πλουτίσεις δουλεύοντας σαράντα μέρες όλες κι όλες;
Γιατί με σερβίρει το παιδί σου με τη φόρμα του και τα άπλυτα χεράκια του, αντί να συνεχίζει να παίζει με το ποδήλατό του, όπως έκανε μέχρι δευτερόλεπτα πριν; Γιατί ενώ έχεις μπαχτσέ εύφορο και ζηλευτό τρώω άγουρα, κακοσυντηρημένα λαχανικά που βασανίστηκαν μέρες σε φορτηγά και πλοία από τη λαχαναγορά της Αθήνας; Γιατί, ρε φίλε, τρώω κατεψυγμένα και κατά περίπτωση εισαγόμενα προϊόντα, αντί τα τοπικά; Γιατί μου αλλάζεις τις κλασικές τοπικές συνταγές, επειδή έτσι δήθεν το «φτιάχνεις εσύ», ενώ στην πραγματικότητα απλώς δε θέλεις να κουραστείς και να χρησιμοποιήσεις τα σωστά υλικά; Γιατί πρέπει στη γη του ελαιολάδου να μαγειρεύεις με ορυκτέλαια βαρέων οχημάτων που μου διαλύουν τα σωθικά; Γιατί προσπαθείς να καλύψεις τα πάντα με σκόρδο και να τα θάψεις στο αλάτι, μήπως και ανακτήσουν το χρώμα και τη φρεσκάδα τους;
Γιατί όλο αυτό το βαφτίζεις αυθεντικό; Γιατί προσφέρεις κακό και μίζερο και ακριβό και άνοστο και τελικά «άτιμο» φαγητό και μου χαλάς τις διακοπές; Σε πείραζε να ήταν αλλιώς; Δεν μπορούσες να υπηρετήσεις τον τόπο σου και την τσέπη σου με σωστό τρόπο, να χαρώ για τα λεφτά που σου δίνω, αντί να εκνευριστώ; Να περάσω καλά και να σε συστήνω παντού, αντί να νιώθω ότι με κορόιδεψες; Γιατί σου επιτρέπει η πολιτεία να λειτουργείς; Τι από αυτά που κάνεις δεν θα μπορούσε να ελέγξει το κράτος και οι αρμόδιες υπηρεσίες του, ώστε να υπηρετήσουν τον τουρισμό και να προστατεύσουν εμάς;
Εάν εσύ δεν πάψεις να υπάρχεις, δε θα φωτιστεί ποτέ, ούτε με τον τρόπο, ούτε στην έκταση που της πρέπει η γωνιά που καταλαμβάνουν όσοι τίμια και με κόπο ασχολούνται με το φαγητό και προσπαθούν κάτι να δημιουργήσουν. Εάν δεν πάψεις να υπάρχεις εσύ, δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί αυτή η καθυστερημένη και άθλια λογική που οδήγησε την τουριστική εστίαση στο σημερινό της χάλι. Εάν δεν πάψεις να υπάρχεις εσύ, δε θα βρουν ποτέ το δρόμο τους, ούτε τα παιδιά σου, ούτε και οι συντοπίτες σου, και βέβαια, εάν δεν πάψεις να υπάρχεις εσύ, δε θα περάσουμε ποτέ τις διακοπές που αξίζουμε σ’ αυτό τον παραδεισένιο τόπο.
Δεν αποσκοπεί να είναι ένας χείμαρρος γεμάτος γκρίνια και γιατί αυτό το άρθρο. Θα μπορούσε επί σελίδες να καταγράφει κανείς τέτοιες ρητορικές διατυπώσεις. Είναι η ευθύνη που έχουμε όλοι μας, ο επίλογος και η ουσία του. Ως λαός ήμασταν ανέκαθεν φιλότιμοι και όσο κι αν έχουμε διαβρωθεί, το ίχνος αυτό είναι γραμμένο στο DNA μας. Εάν όλοι προσπαθούσαμε στις διακοπές μας, πέραν του να κρατάμε «καθαρές θάλασσες και ακτές», να νουθετήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, με τρόπο ήρεμο και φιλικό, που να φέρνει το φιλότιμο στην επιφάνεια και το παράπονο στο φόντο, ίσως να καταφέρναμε πολλά περισσότερα από όσα πετυχαίνουμε είτε αδιαφορώντας, χάριν της μη διακύβευσης της υποτιθέμενης ηρεμίας των διακοπών, είτε μαλώνοντας και υιοθετώντας επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, αφού το ζητούμενο δε θα έπρεπε να είναι να τους τιμωρήσουμε για να διορθώσουμε την αδικία που υπέστη ο ουρανίσκος μας και η τσέπη μας, αλλά να τους διορθώσουμε, και αν αυτό δεν είναι εφικτό, να τους εξαφανίσουμε.