Λάδια, ξύδια, φρουφρου κι αρώματα.


Τέσσερα χρόνια περίπου πριν, έκαναν δειλά δειλά την εμφάνισή τους τα πρώτα δείγματα ότι η αγορά λαδιού και ξυδιού, στο κομμάτι των μικρών συσκευασιών με πρόσθετες επιγεύσεις, θα γιγαντώνονταν ραγδαία. Κανείς, νομίζω, δεν μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος του προφανούς. Κάθε πικραμένος αγόραζε μια συσκευασία από οποιοδήποτε υλικό μπορεί να βάλει ο νους από κάποιον χονδρέμπορο και βάζοντας μέσα σε λάδι ή ξύδι, εκτός από τα κλασικά, ό, τι στην κυριολεξία του κατέβαζε η κούτρα του, έφτιαχνε μια καινούρια σειρά προϊόντων.

Οι περιπτώσεις αυτές ξεφύτρωσαν στην Ευρώπη κυριολεκτικά σα μαϊντανός. Χιλιάδες τέτοια προϊόντα μπήκαν στην αγορά μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Γεμάτα κουδούνια που προσπαθούν να προσελκύσουν το μάτι του υποψήφιου αγοραστή, είτε από τη συσκευασία, είτε από το όνομα, είτε από τον τρόπο του marketing, έχουν σε σημαντικό ποσοστό προτάξει την αισθητική από τη γευστική ταυτότητα και δημιουργούν μια σειρά εποικοδομητικών προβληματισμών.

Από αυτή τη νέα τάση διαπιστώνει κανείς ότι λείπουν ελληνικές συμμετοχές, ενώ από τη φύση της η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα ταιριάζει απόλυτα στον Έλληνα, που έχει την πρώτη ύλη κυριολεκτικά στα πόδια του και είναι αρκούντως έξυπνος και δημιουργικός για να ανταγωνιστεί ό, τι, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, προβάλλεται ως κορυφαίο στον τομέα. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι η δυσπιστία του Έλληνα γενικώς να ξεκινήσει μια μικρή οικοτεχνική δραστηριότητα, στήνοντάς την όμως με σοβαρότητα και, κυρίως, επενδύοντας χρήματα στην επικοινωνία, το marketing και τη διαφήμιση.

Έτσι λοιπόν χάσαμε το λάδι κάτω από τα πόδια μας. Η πολυπληθής πελατειακή ομάδα στην οποία απευθύνονται όλα αυτά τα αρωματικά-διακοσμητικά προϊόντα, η γεμάτη από τους καλοζωισμένους αυτού του πλανήτη, αγοράζει ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς, από όποιον τόπο τυχαία ακουμπήσει το δάχτυλο στην περιστρεφόμενη υδρόγειο, εκτός από την Ελλάδα, η οποία στη συγκεκριμένη αγορά έχει ένα σχεδόν ανύπαρκτο ποσοστό.

Την ίδια ώρα συμβαίνουν ταυτόχρονα τα εξής. Πρώτον, εκατομμύρια έμειναν αδιάθετα από κοινοτικά πακέτα στήριξης δράσεων που αφορούσαν τη μεταποίηση. Δεύτερον, όσο κι αν είναι παιδαριώδες το να δημιουργούνται ομαδόν επιχειρηματικές συμπεριφορές, το πείραμα σε μικροκλίμακα δείχνει επιτυχημένο, δεδομένου ότι για να υπάρχουν όλοι αυτοί, κάπως συντηρούνται, άρα η δραστηριότητά τους είναι έμμετρα κερδοφόρα. Και τρίτον, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων νέων με δυνατότητες και διάθεση παραμένουν άνεργοι και απροσανατόλιστοι, σε μια περιρρέουσα που, με τον σημαντικό καταλύτη της οικονομικής δυσπραγίας, δημιουργεί μιζέρια και συννεφιά.

Το αυτό θα μπορούσε κανείς να πει και για άλλα προϊόντα, αλλά το παράδειγμα στην περίπτωση του λαδόξυδου γίνεται ακραίο και γι αυτό το μνημονεύω ως χαρακτηριστικό και το καταγράφω, για να προβληματίσω. Μέσα μου δεν έχω βρει μια απάντηση ικανοποιητική που να εξωραΐζει δαιμόνια για την τεμπελιά μας ως λαού και την τάση μας να μην παίρνουμε τα πράγματα στα σοβαρά. Ούτε μπορώ να το αποδώσω στον ανταγωνισμό, γιατί είναι τόσο απλό να δημιουργήσεις ένα αρωματικό λάδι και στο μυαλό μου αυτονόητο ότι μπορείς να το πουλήσεις, όταν είσαι εγκατεστημένος στην εξ ορισμού χώρα παραγωγής του, την οποία μάλιστα επισκέπτονται ετησίως εκατομμύρια υποψήφιοι αγοραστές.

Γιατί προσπαθούμε να πουλήσουμε στον τουρίστα που έρχεται στη χώρα μας ως αναμνηστικό ένα μπουκάλι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο και δεν δώσαμε βάρος σε κάτι που να συνδυάζει τη γευστική ταυτότητα με την αισθητική και το χαρακτήρα, είτε του διακοσμητικού, είτε του δώρου; Έπρεπε κανονικά η παγκόσμια αγορά να έχει κατακλυστεί από τέτοια ελληνικά προϊόντα και να έχουμε δρέψει δάφνες. Και όχι να είμαστε θεατές πλούτου που δημιουργείται στις τσέπες αλλονών με το δικό μας λάδι.

Κάποιος με διάθεση κριτικής πιθανά να αντιλέξει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά και γίνονται προσπάθειες κλπ. Κατόπιν εορτής κατά την άποψή μου. Η παγκόσμια αγορά ήδη αφουγκράζεται με περισυλλογή, αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρόοδο, την εξέλιξη όλων αυτών. Μεγάλοι παίκτες μυρίστηκαν το θήραμα και μπαίνουν στο παιχνίδι με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, πολύ συγκροτημένων, για να καταλήξουν να παρουσιάσουν πρόσφατα μια σειρά από σπρέι με δεκάδες διαφορετικές επιγεύσεις για οικιακή ή επαγγελματική χρήση.

Όλα αυτά τα φρουφρου κι αρώματα δημιούργησαν έναν κύκλο εργασιών που, είτε συνεχίσει να υπάρχει, είτε όχι, είτε αφήσει χώρο για την είσοδο νέων παικτών, είτε έχει ήδη κάνει τον κύκλο του, πρέπει να μας προβληματίσει κατά το μέρος που δεν καταφέραμε να πάρουμε το μερίδιο που θεωρητικά μας ανήκε, με στόχο να μην επιτρέψουμε να επαναληφθεί ως φαινόμενο. Η μικρή παραγωγή, η οικοτεχνική μικρο-μεταποίηση δεν ανακαλύπτει τον τροχό.

Είναι πρακτική που εφαρμόζεται σε πληθώρα προϊόντων ευρείας κατανάλωσης και είναι τάση της εποχής. Αποβιομηχανοποιεί, εξειδικεύει και αναβαθμίζει το προσφερόμενο, όχι μόνο για να καλύψει την ανάγκη του εύπορου, αλλά πολλές φορές για να γεμίσει το κενό της ποιότητας που χάνεται. Στα τρόφιμα όλη η αγορά των βιολογικών προϊόντων σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκε. Όλες οι μικροβιοτεχνίες μαρμελάδων σε αυτό το μονοπάτι περπατούν. Εισπνέω μια επίγευση καφέ από ένα μικροσκοπικό dispenser που κουβαλά, υποτίθεται, ό, τι έχουν να προσφέρουν κόκκοι σπάνιοι και αισιοδοξώ ότι όλα αυτά, η νέα κυρίως γενιά, θα τα αντιληφθεί εγκαίρως.