Ένα μουσείο γαστρονομίας


Ο σύγχρονος ταξιδιώτης, ιδίως στους ευρωπαϊκούς προορισμούς, έρχεται αντιμέτωπος με ένα μόνιμο δίλημμα για το πώς θα επιλέξει ανάμεσα στις δεκάδες μουσείων που οι κορυφαίοι προορισμοί προσφέρουν. Οι μεγάλοι αριθμοί επισκεπτών στις προτιμώμενες ευρωπαϊκές μητροπόλεις δημιούργησαν ένα ταξιδιωτικό γίγνεσθαι που κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έδωσε ώθηση στη δημιουργία, μεταξύ άλλων, πολλών νέων επιλογών που συμπεριλήφθηκαν στη λίστα αξιοθέατα–μουσεία. Αυτή η μέχρι πρότινος ανύπαρκτη κατάσταση ήρθε να καλύψει τον ελεύθερο χρόνο είτε των πιο ψαγμένων, είτε όσων είχαν στη διάθεσή τους περισσότερες ημέρες, είτε αυτών που επισκέπτονταν για πολλοστή φορά τη συγκεκριμένη πόλη και είχαν ήδη περιηγηθεί στα βασικά μουσεία.

 Το αστείο στην όλη κατάσταση για τον αντικειμενικό παρατηρητή είναι ότι εκατοντάδες άνθρωποι επισκέπτονται μουσεία και δημιουργούν ένα σημαντικό τζίρο από το κόστος εισόδου και τα είδη που πωλούνται στα μαγαζάκια τους, με αντικείμενο και θέμα που ποτέ δεν τους απασχόλησε στη ζωή τους, υιοθετώντας μια συμπεριφορά που ποτέ δεν θα συμπεριελάμβαναν στην καθημερινότητά τους στον τόπο διαμονής τους. Έτσι λοιπόν, αντί να υποστηρίξουν αυτό που πραγματικά και επί σειρά ετών έχουν σαφώς προτιμήσει, τριγυρνάνε οργανωμένοι σε γκρουπ ή κατά μόνας και ξοδεύουν την ώρα τους σε ένα σωρό πράγματα, τα οποία είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο αν καταλείπουν ουσιώδες χνάρι, προσθέτουν στην παιδεία και πρόκειται να κοσμήσουν τις αναμνήσεις της ζωής τους ή εάν απλώς θα είναι ένα comme il faut παραγέμισμα, επειδή, ας πούμε, πρέπει να πάμε σε κάποιο μουσείο τώρα που είμαστε στο εξωτερικό, ακριβώς με την ίδια λογική που πρέπει να φάμε αστακομακαρονάδα στις καλοκαιρινές διακοπές, ενώ δεν τρώμε ποτέ όλο τον υπόλοιπο χρόνο.

Όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με το ότι κάθε τόπος έχει τη δική του γαστρονομία, τα διατροφικά ήθη και έθιμα των κατοίκων του, τα δικά του προϊόντα και έναν ολόκληρο κόσμο πληροφοριών που περιστρέφεται γύρω από αυτή τη θεματολογία, που αφενός συνοδεύει τον τόπο στην ιστορική του διαδρομή από τη στιγμή της δημιουργίας του, αφετέρου είναι παρασάγγες πιο ενδιαφέρον και κοντινό στη ζωή του καθενός από ό, τι για παράδειγμα το Χ εξεζητημένης θεματολογίας μουσείο. Και ενώ οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες συγχρηματοδοτούνται από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ενώ απολαμβάνουν διαφόρων ασυλιών (φορολογικών κλπ) και ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες, μοιάζει ανεξήγητο πως σχεδόν ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε και δεν υπάρχει ένα σοβαρό μουσείο γαστρονομίας. Έστω και ελάχιστο χρόνο αν δαπανήσει κανείς στο να φαντασιωθεί ένα τέτοιο μουσείο, είτε είναι ενθουσιώδης γαστρονόμος, είτε όχι, θα μπορέσει να το φτιάξει στο μυαλό του και να το γεμίσει ενδιαφέροντα πράγματα που με ευχάριστο και απλό τρόπο θα τον φέρνουν σε πραγματική επαφή με τον τόπο που επισκέπτεται. Πέραν αυτού του γεγονότος, κατανοώντας τη γαστρονομική παράδοση του τόπου και γνωρίζοντας τα διάφορα τοπικά υλικά και καλύτερα θα περάσει στις διακοπές του και περισσότερα πράγματα θα του μείνουν μετά το τέλος τους και πιο στοχευμένο, άρα θετικό τζίρο, θα κάνει από τη διατροφή του στις τοπικές επιχειρήσεις.

Πολλά επιχειρήματα μπορεί να αναφέρει κανείς για αυτή την (ανεξήγητη) ανυπαρξία, χωρίς όμως κανένα από αυτά πραγματικά να τη δικαιολογεί. Η γαστρονομία και η διατροφή των λαών καθρεφτίζουν ολόκληρη την ιστορία τους. Τα γαστρονομικά στοιχεία είναι πολύ πιο εύληπτα και αδιαφιλονίκητα από άλλα που, είτε χρειάζεται ένα γνωστικό επίπεδο για να τα παρακολουθήσεις, είτε θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλές αναγνώσεις  και αδικούνται μένοντας εκτός της οργανωμένης τουριστικής προβολής, ενώ θα μπορούσαν να την υπηρετούν άριστα. Ιδίως μάλιστα, δεδομένου ότι οι παράγοντες που διαμορφώνουν την ιδιωτική αγορά και την εστίαση εν γένει σπάνια έχουν ως αποτέλεσμα ο ταξιδιώτης φεύγοντας από έναν τόπο να κουβαλάει στις αποσκευές του μια σωστή εικόνα της γαστρονομικής ταυτότητας του τόπου αυτού.
Στην τόσο πλούσια γαστρονομικά πατρίδα μας θα μπορούσαν να λειτουργούν όχι ένα, αλλά δέκα τέτοια μουσεία που θα υπηρετούσαν με ανταποδοτικότερο τρόπο τελικά την επικοινωνία των ελληνικών προϊόντων στους ξένους.