Έχω έναν γνωστό που...


Τι όμορφο και πόσο εξαιρετικό είναι από τη γαστρονομική του πλευρά να ζεις στην Ελλάδα. Ώρες ώρες μοιάζει κλισέ ή τουλάχιστον τοπικιστικό, αλλά εάν αναλογιστεί κανείς την πραγματική γαστρονομική καθημερινότητα, η δήλωση δικαιολογείται απόλυτα. Ίσως η όχι και τόσο ευτυχής διαδρομή της χώρας μας, ίσως η κατανομή του πληθυσμού ή κάποιος άλλος παράγοντας να έχει οδηγήσει ένα συντριπτικό ποσοστό, σε σχέση με τα ευρωπαϊκά τουλάχιστον δεδομένα, να έχει πρόσβαση και εξάρτηση από προϊόντα διατροφής που προμηθεύεται κατευθείαν από τον παραγωγό. Δεν είναι μόνο, λοιπόν, ο γαστρονομικός πλούτος αυτής της χώρας που αδιαμφισβήτητα είναι τεράστιος. Είναι αυτό το μικρό, το απλό, αλλά καθημερινό πλεονέκτημα που κάνει τη διαφορά και γράφει γαστρονομικό χαμόγελο.

Για όλους υπάρχει κάποιος σε ένα χωριό στο βουνό ή στη θάλασσα, στην ενδοχώρα ή στα νησιά που έχει ένα μπουκάλι τσίπουρο, έναν τενεκέ λάδι, ένα βάζο μέλι, ένα τουλπάνι ελιές, χυλοπίτες, τυροκομικά, κρέατα, ψάρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές. Πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει αυτή η σχεδόν καθολική ποσόστωση πρόσβασης στην πηγή, ούτε και στη Γαλλία, όπου η ενασχόληση με τη γαστρονομία σημαίνει  κατανάλωση χρόνου για την επιλογή του ιδανικού προϊόντος και η συζήτηση γύρω από το φαγητό αποτελεί σοβαρή υπόθεση. Και όσο αυτό συντηρείται είναι καλό. Πάντα υπάρχει αντίλογος και όλο και θα βρεθεί κάποιος που θα το αντιμετωπίσει με γκρίνια. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο μέσος Ευρωπαίος αστός, σε σχέση με τον αντίστοιχο Έλληνα, έχει ελάχιστη άμεση επαφή με τον τόπο του, τον τόπο καταγωγής του και προμηθεύεται συγκριτικά ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό των ετήσιων αναγκών του από αυτόν.

Και μάλιστα, ο Έλληνας αυτό δεν το κάνει περιορισμένα για ένα ή δύο τοπικά προϊόντα, παραδείγματος χάριν ένα αλλαντικό ή ένα τυρί, αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις πρόκειται για μια γενικευμένη στάση που καλύπτει, εκτός από την κλασική προμήθεια του ελαιόλαδου και μια σειρά άλλων προϊόντων, η πρόσβαση στα οποία γίνεται μέσω φίλων, γνωστών ή συγγενών, όχι απαραίτητα από το δικό του χωριό ή το δικό του τόπο. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικές μυρωδιές και γεύσεις στις κουζίνες των απλών ανθρώπων, μια γλυκιά πολυτέλεια που τη δικαιούνται όλοι, είτε είναι φανατικοί της γαστρονομίας, είτε όχι. Παράλληλα, συντηρείται μια δυνατότητα με λίγα χρήματα να εξασφαλίζεται από την μια πλευρά η διάθεση μιας ποσότητας προϊόντων που, ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να τυποποιηθούν και από την άλλη, η παράκαμψη των ενδιάμεσων μεταπωλητών, η οποία, άσχετα με την οικονομική της πλευρά, καταλήγει να αποθεώνει την ποιότητα με τρόπο που αποτελεί το στόχο για τους τριάστερους chefs.

 Στην Ελλάδα μπορείς να πάρεις μια βάρκα από ένα νησί και να περάσεις μια μέρα μόνος σε μια βραχονησίδα, με μια υπέροχη παραλία και τον έναστρο ουρανό για σκηνικό. Δεν έχει σημασία ποιός είσαι, ούτε είναι θέμα χρημάτων. Μπορούν να το κάνουν όλοι και με λίγα λεφτά.  Αυτό στη βιομηχανία του τουρισμού μοσχοπουλιέται ως «hideaway private island». Αντίστοιχα, μπορείς να φας ντομάτα κομμένη από τον κήπο του γείτονα, με λάδι από τις ελιές του διπλανού και τις σαρδέλες που ψαρεύτηκαν πριν από μια ώρα, κάτι που μια μπριγάδα εξήντα chefs και sous-chefs προσπαθεί να στο σερβίρει στη Νέα Υόρκη με κόστος ένα μηνιάτικο. Φιλοσοφικά καταλήγεις ότι όλα ισορροπούν και κάθε τι έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ένα από αυτά τα πρώτα αποσκοπούσε να φωτίσει αυτό το άρθρο, γιατί όλοι οι περισπούδαστοι της γαστρονομίας συχνά το αποσιωπούν όταν μιλάν για τον τόπο μας.